ασωτεία
Смотреть что такое "ασωτεία" в других словарях:
ἀσωτεῖα — ἀσωτεῖον abode of a prodigal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτείας — ἀσωτείᾱς , ἀσωτία prodigality fem acc pl ἀσωτείᾱς , ἀσωτία prodigality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτείαν — ἀσωτείᾱν , ἀσωτία prodigality fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ABDICANDI jus — inter patriae potestatis apud Athenienses iura fuit, quam in rem scripta lex: Τοὺς γονέας κυρίους εἶναι ἀπὸνηρύτραι. Parentibus abdicare liberos ius esto, apud Demosth. in Baeot. Nec ve4ro liberos tantum, quos genuerant, sed etiam adoptivos, ut… … Hofmann J. Lexicon universale
δαπανηρία — δαπανηρία, η (Α) [δαπανηρός] σπατάλη, ασωτεία … Dictionary of Greek
εκδρομάς — ἐκδρομάς, ο (AM) μσν. φρ. «κόλλοψ ὁ ἐκδρομάς» ο εξαντλημένος από την ασωτεία αρχ. αυτός που πέρασε την εφηβική ηλικία … Dictionary of Greek
κατατριβή — η (Α κατατριβή) [κατατρίβω] καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο τού χρόνου αρχ. 1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου 2. σπατάλη, ασωτεία … Dictionary of Greek
τρυφώ — τρυφῶ, άω, ΝΜΑ [τρυφή] 1. ζω μέσα στην τρυφή, ζω τρυφηλό βίο μσν. αρχ. αντλώ χαρά και ευχαρίστηση από κάτι αρχ. 1. ζω μέσα στην ακολασία και στην ασωτεία 2. ξοδεύω πολλά, είμαι σπάταλος 3. περηφανεύομαι, επαίρομαι 4. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.)… … Dictionary of Greek
χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
ՊԱԿՇՈՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0585 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 11c գ. ἁσωτεία, ἁσελγία luxuria, lascivia, petulantia. Անառակութիւն. խենէշութիւն. վաւաշոտութիւն. *Դնէ առաջի զպակշոտութիւն, զագահութիւն: Յարբեցութենէն ʼի պակշոտութիւն դառնային: Կոխել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)